άθαφτος

άθαφτος
-η, -ο
βλ. άθαπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άθαφτος — η, ο αυτός που δε θάφτηκε: Ακόμη και στον πόλεμο οι νεκροί δε μένουν άθαφτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άταφος — η, ο (AM ἄταφος, ον) [θάπτω] άθαφτος αρχ. φρ. «ἄταφοι πράξεις» η άρνηση των τελετών της ταφής …   Dictionary of Greek

  • ακήδεστος — ἀκήδεστος, ον (Α) 1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε 2. άθαφτος 3. επίρρ. ἀκηδέστως χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ + κῆδος κατά τον Chantraine η λ.… …   Dictionary of Greek

  • άταφος — η, ο αυτός που δεν τάφηκε, άθαφτος: Οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα και τους Πέρσες νεκρούς δεν τους άφησαν άταφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανενταφίαστος — η, ο αυτός που δε θάφτηκε, άθαφτος: Ακόμη και τα πτώματα των εχθρών δεν τα άφησαν ανενταφίαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”